- αρώμαι
- ἀρῶμαι (-άομαι) (Α)1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ2. καταριέμαι κάποιον για κάτι3. τάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρά*.ΣΥΝΘ. αρχ.-νεοελλ. καταρώμαιαρχ.αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρῶμαι — ἀράομαι pray to pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀράομαι pray to pres ind mp 1st sg ἀράομαι pray to pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀράζω snarl fut ind mid 1st sg ἀρέομαι pres subj mp 1st sg (attic epic doric) ἀρόω plough pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρωμαι — αἴρω attach aor subj mid 1st sg ἄ̱ρωμαι , αἴρω attach aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρέομαι — (I) ἀρέομαι ιων. (Α) βλ. αρώμαι. (II) ἀρέομαι (Α) [άρνυμαι] (μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω … Dictionary of Greek
δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
εξαρώμαι — ἐξαρῶμαι, άομαι (Α) [αρώμαι] 1. καταριέμαι 2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές … Dictionary of Greek
επάρατος — η, ο (AM ἐπάρατος, ον) νεοελλ. απαίσιος, φοβερός, μισητός («η επάρατη κατοχή») αρχ. μσν. επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ. «τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… … Dictionary of Greek
θεοκατάρατος — η, ο (AM θεοκατάρατος, ον) 1. ο καταραμένος από τον θεό 2. το αρσ. ως ουσ. ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κατ άρατος (< κατ αρώμαι), πρβλ. λαο κατ άρατος, τρισ κατ άρατος] … Dictionary of Greek
καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek